θίασος

θίασος
Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη, οι θ. προσέλαβαν και πολιτικό χαρακτήρα. Όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αττικής που έγιναν Αθηναίοι πολίτες (νεοπολίται), επειδή δεν μπορούσαν να ανήκουν στα παλιά γένη, αποτέλεσαν θ. και κατανεμήθηκαν στις φατρίες που ήδη υπήρχαν ή συγκρότησαν νέες. Ωστόσο, στην αρχαιότητα υπήρχαν και θ. με τη σημερινή έννοια του όρου, τα μέλη των οποίων, θιασώται θιασίται, ανάλογα με τις ικανότητές τους και τους ρόλους που έπαιζαν, ονομάζονταν πρωταγωνισταί, δευτεραγωνισταί τριταγωνισταί. Στην ελληνιστική εποχή οι θ. ήταν ένα είδος θρησκευτικής αδελφότητας. Με τη θεατρική του σημασία ο όρος θ. άρχισε να χρησιμοποιείται στους νεότερους χρόνους, για πρώτη φορά κατά την Αναγέννηση. Αργότερα, οι ηθοποιοί της Κομέντια ντελ άρτε διάρθρωσαν τη δομή του θ., που από την Ιταλία διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Με τα προσωπεία τους, οι ηθοποιοί της Κομέντια ντελ άρτε ειδικεύονταν σε έναν συγκεκριμένο ρόλο. Οι ηθοποιοί των νεότερων εποχών, ακολουθώντας την εξέλιξη του γραπτού θεατρικού έργου, διατήρησαν αυτή την ειδίκευση, κατανέμοντας τους ρόλους ανάλογα με το είδος τους, έτσι ώστε o ίδιος ηθοποιός να υποδύεται πάντοτε πρόσωπα με τα ίδια –μόνιμα– χαρακτηριστικά. Σπουδαιότεροι από άποψη ιεραρχίας ήταν οι ρόλοι του πρωταγωνιστή και της πρωταγωνίστριας, του κωμικού πρωταγωνιστή και της καρατερίστας, που ερμηνεύονταν από ηθοποιούς, τα ονόματα των οποίων εμφανίζονταν πάντα στην επωνυμία του θ. Τα κείμενα των παραστάσεων δημιουργούνταν ή προσαρμόζονταν –σε ολόκληρο τον 18ο αι.– από τον ποιητή του θ. Εκτός από τους πρωταγωνιστές, υπήρχαν ηθοποιοί που έπαιζαν τον ρόλο του τυράννου, του ευπατρίδη πατέρα ή της αριστοκράτισσας μητέρας, του ζεν πρεμιέ, της νεαρής ηρωίδας ή του ανόητου ερωτευμένου. Τέλος, το σύνολο συμπλήρωναν ο προμηθευτής των σκηνικών υλικών για την παράσταση, ο υποβολέας και ο μηχανικός. Την εποχή του Ναπολέοντα παρουσιάστηκαν οι απαρχές κάποιας ανανέωσης της θεατρικής ζωής, επομένως και του θ. Άρχισαν δηλαδή να δημιουργούνται μεγάλα μόνιμα συγκροτήματα, τα οποία συχνά είχαν κρατική επιχορήγηση (κατά το υπόδειγμα της Κομεντί Φρανσέζ, που είχε ιδρυθεί το 1680). Όσο ο θ. έχανε τον νομαδικό του χαρακτήρα και η στενή ειδίκευση σε έναν ορισμένο ρόλο περιοριζόταν, η προσοχή του κοινού μετατοπιζόταν από τους ηθοποιούς στο θέατρο (ρεπερτόριο, σκηνοθέτης κλπ.), με αποτέλεσμα να αλλάξει, έως έναν βαθμό, η φυσιογνωμία του θ. με την παραδοσιακή του έννοια.
* * *
ο (Α θίασος)
νεοελλ.
όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το σύνολο τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό έργο
αρχ.
1. όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, ιδίως προς τιμήν τού Βάκχου
2. επιγρ. θρησκευτικό σωματείο, όμιλος, αδελφότητα
3. ομάδα ανθρώπων, πλήθος, συντροφιά
4. εταιρεία («τοῡ σοῡ θιάσου», Ξεν.)
5. διασκέδαση με παρέα, γιορτή, πανήγυρη, συμπόσιο
6. φρ. «ἐνόπλιος θίασος» — ομάδα πολεμιστών, Ευρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε σχέση με τη διονυσιακή λατρεία και εμφανίζει την ίδια κατάλ. -σος με τη λ. θύρ-σος, που ήταν ραβδί τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως έμβλημα τού Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί δάνειο, πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θιασώτης
αρχ.
θιασεύω, θιασίτης, θιασώδης, θιασώνες.
ΣΥΝΘ. θιασάρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θίασος — Bacchic revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίασος — ο ομάδα ηθοποιών που ανεβάζει στη σκηνή διάφορα θεατρικά έργα: Δραματικός θίασος. – Συγκροτήθηκε θίασος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιάσω — θίασος Bacchic revel masc nom/voc/acc dual θίασος Bacchic revel masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тиаз — (θίασος) в древнегреческ. культе экстатическая процессия, устраивавшаяся в честь каких то божеств (особенно Диониса); участники и участницы ее с криками, пением, плясками пробегали по улицам города и окрестностям. Судя по материалу, который дают… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФИАС —    • Θίασος,          собственно шествие Вакха, см. Dionysus, Дионис, 9. Так назывались вообще все общества, имевшие общий культ, будь они составлены именно с этой целью или для взаимной поддержки, для общих удовольствий или занятий …   Реальный словарь классических древностей

  • συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… …   Dictionary of Greek

  • θιάσοιο — θίασος Bacchic revel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσοις — θίασος Bacchic revel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσοισιν — θίασος Bacchic revel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσου — θίασος Bacchic revel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”